φιλοβουπαις

φιλοβουπαις
    φιλοβούπαις
    φιλο-βούπαις
    -παιδος adj. любящий рослых мальчиков Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φιλοβουπαις" в других словарях:

  • φιλοβούπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσουν οι έφηβοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βούπαις «έφηβος, παληκαρόπουλο»] …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»